Η ονομασία προέρχεται από το ρήμα κοσμώ που σημαίνει στολίζω. Κόσμημα ονομάζεται κάθε στολίδι για οποιοδήποτε λόγο και αν χρησιμοποιείται αυτό και είναι από τους πρώτους τομείς της λαϊκής χειροτεχνίας.
Από τους προϊστορικούς χρόνους, ο άνθρωπος συγκινήθηκε από τα αγαθά της φύσης που τον περιέβαλε και διάλεξε μερικά από αυτά για να τα κάνει στολίδια του. Τέτοια στολίδια ήταν τα περιδέραια και τα δαχτυλίδια από κοχύλια, όμορφες θαλασσινές πέτρες, κόκαλα κ.ά. Υπήρχε η εντύπωση σε αυτά τα πρώτα χρόνια ότι τα στολίδια είναι μέσο δύναμης, επιβολής, δημιουργίας, εκτίμησης από τους άλλους. Συχνά οι άνδρες στολίζονταν με σκοπό να προσελκύσουν τις γυναίκες.
Όλοι οι λαοί μας έχουν αφήσει πλήθος κοσμημάτων. Όπως η Μυκηναϊκή Ελλάδα που παρέδωσε πολλά κοσμήματα τα οποία διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους αξία παρόλο που χρονολογούνται εδώ και 2500 χρόνια π.Χ.
Τα υλικά της κατασκευής τους είναι χρυσός, άργυρος, μόλυβδος, σμάλτο, ξύλο επενδυμένο με χρυσό, όλα σφυρήλατα και χυτά με πρόσθετες διακοσμήσεις.
«Η Μυκηναία αρχόντισσα θα λαμποκοπούσε ολόκληρη όντας κατασκέπαστη από τα κοσμήματά της: χρυσό ή ασημένιο διάδημα στο κεφάλι, χρυσά ή ασημένια περιβραχιόνια, χρυσές ή ασημένιες καρφίτσες στα μαλλιά της, δακτυλίδια, βραχιόλια στα χέρια, κρίκους στα πόδια… Στα κοσμήματα ιδιαίτερη μνεία αξίζει για την πόρπη, ένα από τα βασικά στολίδια της γυναίκας».
Φορούν δακτυλίδια σε μορφή απλού κρίκου ή με ελλειψοειδή σχήματα και χαραγμένες παραστάσεις, σκουλαρίκια, βραχιόλια που μεγαλώνουν ή μικραίνουν ανάλογα με τη διάμετρο του χεριού, προτιμούν χάνδρες για τα περιδέραια, τα βραχιόλια και τα διαδήματα σε απλά γεωμετρικά σχήματα και σχηματοποιημένες απομιμήσεις διαφόρων προτύπων του ζωικού, φυτικού και θαλάσσιου βασιλείου. Υπάρχει ακόμη μία χαρακτηριστική ποικιλία από χρυσές χάντρες, με κυλινδρική επιφάνεια σκεπασμένη από πυκνές σειρές μικροσκοπικών σφαιριδίων.
Ακόμα και οι αρχαίοι Ελληνες, οι τόσο λιτοί στην εμφάνιση και ενδυμασία τους, οι μεγαλοπρεπείς μέσα στην απλότητά τους, έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε μερικά συμπληρώματα που τόνιζαν και φανέρωναν καταστάσεις και η χρήση τους ήταν καθαρά σημειολογική. Κλαδί ελιάς φορούσε ο νικητής των Ολυμπιακών αγώνων, κλαδί από κισσό ο νικητής στις διονυσιακές γιορτές και στους θεατρικούς διαγωνισμούς δράματος, φύλλα δρυός φορούσαν στις θρησκευτικές τους τελετές, γιρλάντες από πετροσέλινο στις πένθιμες τελετές, ενώ ανθοστέφανα από φρέσκα λουλούδια φορούσαν οι άνδρες στα συμπόσια.
Από την ανώτερη τάξη (ηγεμόνες, ευγενείς, θρησκευτικοί αρχηγοί) δεν έλειπαν οι χρυσές ταινίες που συγκρατούσαν τα μαλλιά τους, τα στεφάνια με διάκοσμο από πολύτιμες πέτρες, τα διαδήματα και οι χρυσές καρφίτσες, οι περόνες που συγκρατούσαν το χιτώνα τους, τα δακτυλίδια και οι χρυσοί κρίκοι.
Όλα ήταν κατασκευασμένα με τέχνη περισσή, κατεργασμένα στο χέρι από χρυσό, άργυρο και μπρούντζο.
Για την Ρωμαία (753 π.Χ. – 476 μ.Χ.) απαραίτητο συμπλήρωμα είναι το διάδημα στα μαλλιά, τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά, το κολιέ γύρω από το λαιμό της, τα βραχιόλια στους καρπούς, τα δακτυλίδια στα δάκτυλα, οι κρίκοι στα μπράτσα και τους αστραγάλους.
Πλούσια και πολλά κοσμήματα ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας ανδρών και γυναικών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βραχιόλια το ένα επάνω στο άλλο, δακτυλίδια από χρυσό και ασήμι, όλα γεμάτα με πολύτιμες πέτρες όπως μαργαριτάρια, σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια. Χρησιμοποιούν ακόμη πλούσια διαδήματα για τα μαλλιά τους και πολύτιμες πέτρες στα ρούχα και τα υποδήματά τους.
Ξακουστά ακόμη είναι τα βυζαντινά κοσμήματα (330-1453 μ.Χ.) που έγιναν περιζήτητα στην Ευρώπη ολόκληρη ενώ ακόμη και σήμερα αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους σχεδιαστές κοσμημάτων.
Τα κοσμήματα και οι κορώνες των αυτοκρατόρων είναι χειροποίητα δηλώνοντας την ελληνορωμαϊκή επίδραση μέχρι τον 4ο αιώνα. Χρυσά δακτυλίδια με ανάγλυφες παραστάσεις και μονογράμματα, χρησιμεύουν ως δακτυλίδια αρραβώνων και γάμου. Κρεμαστά μεγάλα χειροποίητα χρυσοποίκιλτα σκουλαρίκια, χρυσές καρφίτσες, πόρπες από πολύτιμες πέτρες, βραχιόλια εργασμένα με μικρές πέτρες σε μωσαϊκό. Μαργαριτάρια, σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια υπάρχουν άφθονα στην ενδυμασία αυτοκρατόρων.
Χριστιανικά εμβλήματα όπως ο σταυρός, στάχυα, κλαδιά αμπέλου και φύλλα, περιστέρια, ψάρια, σχήματα ζώων, γεωμετρικά και αφηρημένα σχήματα, φύλλα λουλουδιών και φρούτα διαμόρφωναν τη διακόσμηση των βυζαντινών υφασμάτων και κοσμημάτων.
Μάστορες στην κοσμηματοποιϊα υπήρξαν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι (3000 – 525 π.Χ.) που την τέχνη τους μετάδωσαν και σε άλλους ανατολικούς λαούς. Χρησιμοποιούσαν πιο πολύ το μέταλλο και τα πετράδια που πάνω τους χάραζαν διάφορες παραστάσεις.
Για τις Αιγύπτιες, η πολυτέλεια των υφασμάτων δεν είναι αρκετή. Χρησιμοποιούν ακόμη βραχιόλια, περιδέραια, χαλκάδες για τους αστραγάλους, δακτυλίδια, διαδήματα. Οι Φαραώ βάζουν στο κεφάλι τους την άσπρη μήτρα (κορώνα) με το ιερό φίδι στην κορυφή της, σύμβολο της δυναστείας των Φαραώ.
Κοσμήματα φορούν άνδρες και γυναίκες σε αφθονία, όπως τα βραχιόλια σε όλο το μήκος των χεριών και τους αστραγάλους, ενώ οι κάλτσες τους είναι κεντημένες ή κοσμημένες με χρυσό και ασήμι. Επίσης φορούν περιδέραια με κρεμαστά ψηφία ή μορφές θεών ή το σύμβολο της αθανασίας τον ιερό κάνθαρο (σκαραβαίο). Οι Φαραώ φορούν δακτυλίδια-σφραγίδες με ανάγλυφα σκαλισμένο τον ιερό σκαραβαίο για το κλείσιμο των περγαμηνών. Ακόμη προτιμούν μεγάλα σκουλαρίκια με διάφορες συμβολικές παραστάσεις. Όλα είναι κατασκευασμένα από ευγενή μέταλλα – χρυσό, ασήμι ή χαλκό, φαγιάνς και διακοσμημένα με χάνδρες από σμαράγδια, αχάτη, αμέθυστο, όνυχα, ίασπι, κρυστάλλινες πέτρες, τυρκουάζ, μαργαριτάρια, κεχριμπάρι, κοράλλια, ημιπολύτιμες πέτρες που δίνουν στη φόρμα ιδιαίτερη βαρύτητα.
Μα και οι Άραβες, οι Ετρούσκοι, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι δεν πήγαιναν πίσω στην κοσμηματοποιία.
Στις μέρες μας τα κοσμήματα φτιάχνονται στις βιομηχανίες για πλατιά κατανάλωση σε μεγάλες ποσότητες ενώ, όπως προαναφέρθηκε, πολλοί σχεδιαστές κοσμημάτων εμπνέονται από παλαιότερες εποχές.